- κομπρεσέρ
- τοόργανο εκσκαφής με μυτερό έμβολο στην άκρη του, το οποίο λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. compresseur < ρ. compresser < λατ. compresso «συμπιέζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπρεσέρ — το (άκλ., λ. γαλλ.), όργανο εκσκαφής, που λειτουργεί με συμπίεση, συμπιεστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)